- ακήρωτος
- -η, -ο (Α ἀκήρωτος, -ον) [κηρῶ]αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί, ο ακέρωτοςνεοελλ.(για νήματα και υφάσματα) αυτός που δεν έχει επαλειφθεί με κερί ή παραφίνη για να παραφιναριστεί, για να γίνει δηλαδή υδρόφοβος (αδιάβροχος).
Dictionary of Greek. 2013.